μὴ, μὴν
Ερμηνεία:
[αρνητικό μόριο, που εμπρός από ρήμα δηλώνει απαγόρευση, ενώ εμπρός από όνομα δηλώνει αντίθεση. Όταν η λέξη μετά το μη αρχίζει από φωνήεν τοτε γράφεται και λέγεται μην]
Ετυμολογία:
[Όμηρ. Μη, Καινή Διαθήκη: 1055 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
.. νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του: .. [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|